- μελαγχολώ
- -έω (ΑM μελαγχολώ, -άω) [μελάγχολος]νεοελλ.1. πάσχω, κατέχομαι από δυσθυμία, από μελαγχολία2. κάνω κάποιον μελαγχολικό, χαλώ τη διάθεση κάποιουνεοελλ.-μσν.είμαι ή γίνομαι βαρύθυμος, άκεφοςμσν.εξοργίζομαι, αγανακτώαρχ.κατέχομαι από μανία, μαίνομαι («μελαγχολᾱν δοκῶν ἅπασι τοῑς οἰκείοις», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάγχολος. Το αρχ. μελαγχολώ, -άω, στη Νέα Ελληνική έγινε μελαγχολώ, -έω κατά τα πολλά παρασύνθετα σε -έω, πρβλ. συνήγορος: συνηγορώ, -έω (νόμος Scaliger)].
Dictionary of Greek. 2013.